- ακαινοτόμητος
- -η, -οαυτός που δεν αποδέχεται τους νεοτερισμούς, τις καινοτομίες: Και στο σημείο αυτό η χώρα μας δεν έμεινε ακαινοτόμητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκαινοτόμητος — inlibatus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαινοτόμητος — η, ο (Μ ἀκαινοτόμητος, ον) [καινοτομῶ] 1. αυτός που δεν έχει κάνει καινοτομίες, αλλαγές 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν πρέπει να υποστεί καινοτομίες «πίστις ακαινοτόμητος» … Dictionary of Greek
ἀκαινοτομήτως — ἀκαινοτόμητος inlibatus adverbial ἀκαινοτόμητος inlibatus masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαινοτόμητον — ἀκαινοτόμητος inlibatus masc/fem acc sg ἀκαινοτόμητος inlibatus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαινοτομήτου — ἀκαινοτόμητος inlibatus masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαινοτόμητα — ἀκαινοτόμητος inlibatus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)